Φανή Γέμτου: «Η παράστασή μας είναι ένα ταξίδι με φωτεινούς σταθμούς ημερολόγια ανθρώπων» (Συνέντευξη)

Η Φανή Γέμτου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε υποκριτική τέχνη και θέατρο στην Ανώτερη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Αθηνών “Κάρολος Κούν”, λαμβάνοντας πτυχίο της με άριστα. Στη συνέχεια, σπούδασε θεατρολογία και θεατρικές σπουδές, στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η Φανή Γέμτου μιλάει στο HappyTv.gr για τη μουσικοθεατρική παράσταση Vocalove Diaries.

Η μουσικοθεατρική παράσταση Vocalove Diaries πραγματεύεται ημερολόγια ανθρώπων που έζησαν, ζουν ή θα ζήσουν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές της ανθρωπότητας, αποκαλύπτοντας βιώματα αγάπης κάθε μορφής. Σε ποιες μορφές αγάπης αναφέρεστε;

Η παράστασή μας είναι ένα ταξίδι στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον με φωτεινούς σταθμούς ημερολόγια ανθρώπων. Πρόκειται για ένα μωσαϊκό αναζήτησης της αγάπης μέσα στον χρόνο και τον τόπο. Έτσι παρακολουθούμε εξομολογήσεις ανθρώπων που αφορούν μια μεγάλη γκάμα μορφών αγάπης, από την πρώτη αγάπη, την παιδική αγάπη, τον εφηβικό έρωτα, μέχρι την οικογενειακή, την βαθιά ερωτική, ακόμα κι εκείνη που φαντάζει ως αγάπη αλλά αποκωδικοποιείται περισσότερο με όρους μίσους. Μέσα από τα ημερολόγια η έννοια της αγάπης παρατηρείται σε διάφορες εκφάνσεις της ανάλογα με τη συνθήκη και το περιβάλλον που εκφράζεται (αγάπη για τον εαυτό μας, για τη φύση μας, συμβατική/στερεοτυπική αγάπη, αγάπη ως έννοια που αφορά ανθρώπους αλλά όχι μόνο, αγάπη με έρωτα και η αναίρεσή της κ.α.).  Κι επειδή από την αρχή μέχρι το τέλος της παράστασης τίθεται το ζήτημα της τυχαιότητας και του χάους στη ζωή μας, η αγάπη ξεπηδάει μέσα από τα ημερολόγια, τα τραγούδια και τις ιστορίες, δίνοντας την αίσθηση άγκυρας  σε πελώριο ωκεανό.

Το τραγούδι «Άγρια Φράουλα» που παρουσιάζεται στην παράσταση για πρώτη φορά είναι σε μουσική Πόπης Μάλφα και στίχους δικούς σας. Τι πραγματεύεται;

Είναι ένα τραγούδι που μιλάει για την αγάπη χωρίς έρωτα. Για την αγάπη μεταξύ ενός ζευγαριού που δεν εμπεριέχει θαυμασμό. Για τα διλήμματα που προκύπτουν όταν αυτή η σχέση έχει πια τη μορφή οικογένειας κι όμως ξαφνικά, σε μια στιγμή, με μια καίρια αφορμή, η φαντασίωση για κάτι μεγαλύτερο ξυπνάει την αίσθηση και τον φόβο του ισόβιου συμβιβασμού. Η μουσική της Πόπης είναι πολύ προσωπική, πολύ αυθεντική, με συγκινεί, υποστηρίζοντας εξαιρετικά αυτό που ήθελα να πω με τους στίχους μου.

Αγαπάτε να παντρεύετε πρόζα και τραγούδι στις δουλειές που στήνετε εσείς. Πώς προκύπτει αυτή η ανάγκη;

Έχω την αίσθηση ότι αυτό το πάντρεμα δημιουργεί από τη μία μεγάλη γκάμα εκφραστικής δυνατότητας για τον ερμηνευτή, ενώ από την άλλη προκαλεί πολυεπίπεδη αισθητική απόλαυση για τον θεατή. Αγαπώ πολύ την πυκνή στιγμή της μετάβασης από την πρόζα στο τραγούδι στις μουσικές θεατρικές παραστάσεις, το όριο εκείνο όπου η μια τέχνη διεισδύει στην άλλη σαν κύμα, διαβρώνοντας τα σύνορα. Έχω δει μαγικές παραστάσεις που αυτή η αίσθηση του παντρέματος γεννάει μια απόκοσμη μα τόσο βαθιά ανθρώπινη συνθήκη. Όταν γίνεται καλά κάτι τέτοιο, είτε το παρακολουθείς ως θεατής, είτε το φέρεις επί σκηνής ως ερμηνευτής, σου δημιουργεί ένα εσωτερικό μέγεθος. Η πρόζα που γίνεται τραγούδι είναι κάτι σαν την κραυγή που γίνεται προσευχή. Το ανθρώπινο διευρύνεται σε κάτι πιο συλλογικό, στοχεύοντας στην αφήγηση, στην εξομολόγηση και στην επικοινωνία.

Ερμηνεύετε, τραγουδάτε και έχετε γράψει και τα κείμενα σε αυτή την παράσταση.  Ποια από τις τρεις δεξιότητές σας θεωρείτε ότι σας χαρακτηρίζει περισσότερο;

Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι από πολύ μικρή γράφω από βαθιά ανάγκη να εκφραστώ. Μέσα από τη γραφή μού ξύπνησε η αγάπη για την υποκριτική, νομίζω, που με οδήγησε πολύ νωρίς στη ζωή μου να ξέρω πως θέλω να σπουδάσω θέατρο.  Και πολύ αργότερα καλλιέργησα τη φωνή μου και σπούδασα τραγούδι. Τα τελευταία χρόνια θέλησα να δώσω βάρος στη συγγραφή, γι’ αυτό και τελειώνω τώρα το μεταπτυχιακό μου στη Δημιουργική Γραφή στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Συνεπώς νομίζω πως όλα με χαρακτηρίζουν ανάλογα με τις ανάγκες της εκάστοτε δουλειάς.

Με τον Αντώνη Παλαμάρη πώς συνεργάζεστε επί σκηνής;

Με τον Αντώνη Παλαμάρη, τον πιανίστα και ερμηνευτή της παράστασης, έχουμε δουλέψει πολύ και με διάθεση ιδιαίτερα δημιουργική. Νιώθω πως έχουμε δέσει και έχουμε καταφέρει να πούμε από κοινού την ιστορία μας, πράγμα διόλου αυτονόητο. Ο Αντώνης είναι ένας μουσικός που γνωρίζει πώς να εξελίσσει κάτι, που είναι ικανός να αυτοσχεδιάζει, μπαίνοντας στη διαδικασία να πει την ιστορία της παράστασης τόσο με τη μουσική όσο και με τη φωνή του. Συνήθως οι μουσικοί δεν σκέφτονται θεατρικά. Ο Αντώνης έχει, ωστόσο, μια πιο σφαιρική αντίληψη, καλλιεργώντας και μουσική και θεατρική οπτική κι αυτό το βρίσκω ανεκτίμητο. Σε όλη αυτή τη διαδρομή σημαντική υπήρξε η σκηνοθετική προσέγγιση, βοήθεια και επιμέλεια της Νένας Μεϊμάρογλου ως δημιουργικής συνεργάτιδας.

Με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας πώς θεωρείτε ότι μια παράσταση μπορεί να σταθεί στο τοπίο των τελευταίων ημερών χωρίς να νιώθουν κάποιοι προσβεβλημένοι ότι οι στιγμές δεν είναι για διασκέδαση;

Προσωπικά δεν έχω την αντίληψη ότι είμαι διασκεδαστής. Το θέατρο δεν είναι διασκέδαση, παρόλο που δε βρίσκω κάτι αρνητικό στην έννοια. Θέλω να πω ότι σε ό,τι κάνω επί σκηνής μεταφέρω το πιο βαθύ μέρος του εαυτού μου, επικοινωνώντας υπαρξιακά, κοινωνικά και διαπροσωπικά θέματα άμεσα ή έμμεσα. Η ματαιοδοξία θεωρώ ότι ενοχλεί, όχι η τέχνη. Και αυτή τη στιγμή πρέπει κυρίως να σωπάσουμε, κάνοντας ο καθένας αυτό που τον αφήνει να ανασάνει, με σεβασμό στον πόνο του άλλου. Ας σεβαστούμε τους ανθρώπους που χάθηκαν και τους οικείους τους. Κι ας ελπίσουμε σε μια χώρα που δεν θα τρώει τα παιδιά της, όπως διαχρονικά συμβαίνει εδώ.

Προηγούμενο άρθροΜαύρο ρόδο: «Τι ερμηνεία ήταν αυτή του Σκιαδαρέση – Τρέχουν τα δάκρυα»
Επόμενο άρθροΣασμός: Η οδυνηρή συμφωνία της Αργυρώς και του Αστέρη